- συνεκτοκίζω
- συνεκ-τοκίζω,A help in parturition, Sm.Is.66.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεκτοκίζω — Α βοηθώ κατά τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτοκίζω «προκαλώ τοκετό»] … Dictionary of Greek
συνεκτοκίζων — συνεκτοκίζω help in parturition pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)